- καλοιακούδα
- και καλιακούδα, ηκοινή ονομασία τού πτηνού κολοιός, αλλ. κάργια ή κάργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλοιακας (< κόλοιακας < αρχ. κολοιός, αναλογικά προς το κόρακας) + κατάλ. -ούδα (πρβλ. πεταλ-ούδα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλιακούδα — Γένος πουλιών της οικογένειας των κορακιδών. Βλ. λ. κόρακας. * * * η βλ. καλοιακούδα … Dictionary of Greek
κολοιός — ο (Α κολοιός) η καλοιακούδα (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ. β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», Αριστοφ.) αρχ. παροιμ. α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek
κολοιώ — κοιλοιῶ, άω (Α) [κολοιός] κράζω σαν καλοιακούδα … Dictionary of Greek
κολοιώδης — κολοιώδης, ῶδες (Α) [κολοιός] 1. αυτός που μοιάζει με καλοιακούδα 2. αυτός που κάνει συντροφιά με τους ομοίους του («ζῷον οὐκ ἀγε λαῑόν ἐστιν οὐδὲ κολοιῶδες», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μαυρίλα — η [μαύρος] 1. η ιδιότητα τού μαύρου, μαυράδα, μελανότητα («άσπροι καταρράχτες γενειάδων απάνω στη μαυρίλα τών ράσων», Παπαντ.) 2. μτφ. μεγάλο πένθος, μεγάλη συμφορά 3. συνεκδ. πολυάριθμη στρατιά εχθρού, όπως φαίνεται από μακριά όταν επέρχεται με… … Dictionary of Greek
πυρροκόραξ — ακος, ο, ΝΑ ζωολ. πτηνό που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση εκπροσωπεί γένος στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας corvidae, γνωστών με την κοινή σήμερα ονομασία καλοιακούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κόραξ] … Dictionary of Greek